- προταλαιπωρῶ
- πρό-ταλαιπωρέωdo hard workpres subj act 1st sg (attic epic doric)πρό-ταλαιπωρέωdo hard workpres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προταλαιπωρώ — έω, Α [ταλαιπωρῶ] 1. υποφέρω για κάτι 2. υποφέρω εκ τών προτέρων 3. μέσ. προταλαιπωροῡμαι, έομαι ταλαιπωρούμαι, κοπιάζω εκ τών προτέρων … Dictionary of Greek